- δᾴδινος
- δᾴδ-ινος, η, ον, ([etym.] δᾴς)A of pine wood, Gal.19.738, Aët.3.141.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάδινος — η, ο (Α δᾴδινος, η, ον) [δας] καμωμένος από δαδί … Dictionary of Greek
δᾳδίνων — δᾴδινος of pine wood fem gen pl δᾴδινος of pine wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾴδινον — δᾴδινος of pine wood masc acc sg δᾴδινος of pine wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾳδίνη — δᾴδινος of pine wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾳδίνου — δᾴδινος of pine wood masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾳδίνῃ — δᾴδινος of pine wood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek